3ο Album για τους Αθηναίους , οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε extreme makeover, αφού εκτός από τον τραγουδιστή και ιθύνον νου της μπάντας Γιάννη Παπανικολάου, τα υπόλοιπα μέλη είναι καινούρια, κουβαλώντας όμως στους ώμους τους χρόνια μεταλλικής εμπειρίας και καταξίωσης στον χώρο.
Νέος αέρας στην μπάντα λοιπόν, κάτι το οποίο είναι παραπάνω από εμφανές στα τραγούδια του δίσκου. Όσον αφορά τις θεματικές, δεν θα μείνει κανένας δυσαρεστημένος, αφού στα 50 + λεπτά που διαρκεί το άλμπουμ, παρουσιάζονται από υπαρξιακά προβλήματα, κοινωνικά ζητήματα, cybertech προβληματισμοί, επικές και ιστορικές μάχες. Το μεγάλο εύρος θεματικών σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει την συνοχή του δίσκου, απεναντίας μιλάμε για ένα άλμπουμ που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον από τα εναρκτήρια αρπίσματα της ακουστικής κιθάρας, μέχρι και το bonus track (για τους κατόχους του CD).
Το Avaton λοιπόν μας συστήνεται με την ομώνυμη ταξιδιάρικη ακουστική εισαγωγή και έπεται ο πρώτος δυναμίτης του “Mountain High” για να μας ταρακουνήσει. Τα βουνά ως σημειολογική έννοια και ο παραλληλισμός με την ανθρώπινη υπόσταση σμίγουν πανέμορφα με τα leads και τον ρυθμό. σε ένα κομμάτι που το αγαπάς από την πρώτη ακρόαση.
“Dancing with the Fire” για τη συνέχεια σε υψηλούς ρυθμούς με ένα πανέμορφο ρεφραίν. Το “Cyberwar” είναι ακόμη ένα up tempo κομμάτι με μία φανταστική δισολία! Υπαρξιακές ρητορίες στο “Waste no Time”, ένα τραγούδι που μου θύμισε παλιούς Firewind, πολύ ωραία δομημένο!
“Nemecic” για τη συνέχεια και αρχίζουν να μπαίνουν στο παιχνίδι επικά στοιχεία! “Hope will Rise” με υπερκλασική heavy metal εισαγωγή να οδηγεί σε ένα ακόμη πανέμορφο ρεφραίν, προσδίδοντας μια τελική νότα αισιοδοξίας στην σκοτεινιά του κομματιού.
To “Dominator” που ακολουθεί αποτελεί την hit-άρα του δίσκου, έχοντας καταιγιστικό ρυθμό και μια γλαφυρή περιγραφή της κατάστασης που επικρατεί στον κόσμο σήμερα. Πάλι έχουμε ένα φανταστικό lead που καταλήγει σε ένα άκρως maiden-ικό χορωδιακό «ΩΩΩΩ ΩΩΩ ΩΩ». Κομμάτι προορισμένο σαρώσει στις ζωντανές εμφανίσεις και να ξεσηκώσει τον κόσμο.
Και τα καλύτερα μόλις ξεκίνησαν “The Hall of the Brave” και το τοπίο έχει μετατραπεί πλέον σε πεδίο μάχης. Eδώ έχουμε να κάνουμε με ένα οχτάλεπτο έπος, με φανταστικές εναλλαγές ρυθμών, την χορωδία να προσδίδει επιβλητικότητα και την ερμηνεία του Γιάννη να επεκτείνεται σε θεατρικά μονοπάτια, ίσως η κορυφή του δίσκου και προσωπικό αγαπημένο.
Τελευταίο τραγούδι για τους κατόχους του βυνυλίου, ακόμη ένα έπος, με ιστορικό υπόβαθρο. “Battle of Marathon”, με μια θεματική που έχει αδικηθεί μπροστά στο δέος που προκαλεί η μάχη των Θερμοπυλών. Το τραγούδι αρχίζει με τα τύμπανα του πολέμου και το διακατέχει μια αρχαιοελληνική αύρα, χωρίς όμως επ’ ουδενί να εφάπτεται με τα όρια της γραφικότητας. Απεναντίας έχουμε να κάνουμε με έναν ύμνο καλοπαιγμένου επικού mid-tempo heavy metal. Πολύ ωραίο το κυρίως θέμα στην κιθάρα που συνοδεύει τα φωνητικά σε διάφορα σημεία, όπως και η χορωδία, με την απαγγελία στο τέλος να προκαλεί ανατριχίλα. Συνιστάται για του λάτρεις της ιστορίας.
Για του κατόχους CD υπάρχει και ένα επιπλέον κομμάτι, το “Dead New World”, το οποίο κοιτάει στα μάτια τα υπόλοιπα του δίσκου, χωρίς να υστερεί κάπου. Νομίζω ότι πήρε το μάτι μου (ή του αυτί μου), σε μια συνέντευξη ότι ο ήχος είναι οργανικός, χωρίς να έχει υποστεί ιδιαίτερη επεξεργασία, γεγονός που κάνει το αποτέλεσμα ακόμη πιο εντυπωσιακό. Heavy metal που απευθύνεται σε όλους, χωρίς να υστερεί σε ποιότητα.
Μάλλον και εδώ έχουμε μια μπάντα που καταθέτει την καλύτερη της δουλεία, στον τρίτο της δίσκο, για τον οποίο οι σοφοί λένε ότι είναι δείκτης για την εξέλιξη κάθε καλλιτέχνη. Το μόνο που μένει είναι να τους απολαύσουμε ζωντανά σε κάποια συναυλία.