Είναι παράξενο το πού και πώς καταλήγεις κάποιες φορές μέσα από τα μουσικά ταξίδια.
Είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους που έχουν βιώσει τη ζεστασιά, τη μυρωδιά κι ολάκερη τη μαγική αύρα ενός ερασιτεχνικού στούντιο, από αυτά που αποκαλούμε προβάδικα, χώρο έμπνευσης, δημιουργίας και ζύμωσης, μόνη πραγματική πατρίδα της underground μουσικής κοινότητας.
Σε ένα τέτοιο, λοιπόν, στούντιο, κοντά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, συνευρέθηκαν στα 90s κάμποσα ανεξάρτητα συγκροτήματα της πόλης -όπως οι τόσο ξεχωριστοί indie/alternative rockers The Aleph, Η Μικρή Θεκλίτσα με το παράξενο μίγμα post punk /new wave και τις μικρές δόσεις avant garde, η σπουδαία Pink Floyd tribute band The Great Gig και οι υπέροχοι post punks Laissez Faire– για τα οποία ελπίζω στο μέλλον να μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω λίγα λόγια και γι’ αυτά.
Ωστόσο, τούτη η δισκοπαρουσίαση αφορά μια άλλη μπάντα που έκανε, αργότερα, έδρα του αυτό το ίδιο, οικείο μου στούντιο και την οποία μού σύστησε μόλις πρόσφατα ένας φίλος απ’ τα παλιά.
Πρόκειται για τους Nothing n Everything που υπάρχουν εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια. Όπως λέει και το όνομά τους, στο διάβα του καιρού, τίποτα μα και τα πάντα έχουν αλλάξει – μέλη της μπάντας ήρθαν και έφυγαν με την ουσία του συγκροτήματος να παραμένει η ίδια: ένας μικρός πυρήνας ατόμων που συνευρίσκονται και επικοινωνούν μέσω της μουσικής, δημιουργώντας ένα σύνολο που περικλείει μουσικά και συναισθηματικά κάθε άτομο και όλους μαζί, ως ένα.
Οι Nothing n Everything ξεκίνησαν, όπως τα περισσότερα σχήματα, παίζοντας διασκευές και με τέτοιες στο setlist τους εμφανίζονταν σε μουσικές σκηνές της πόλης και σε μουσικά φεστιβάλ μέχρι το 2017. Από τότε μέχρι και σήμερα, έχουν αφιερώσει την δημιουργικότητά τους στο δικό τους πρωτότυπο υλικό.
Υλικό το οποίο συγκεντρώνεται για πρώτη φορά στο ντεμπούτο τους, “More Blue”, ένα θαυμάσιο δείγμα ψυχεδελικής indie rock, το οποίο φέρνει στο νου τόσο τις κλασσικές, μεγάλες μπάντες του είδους, όσο και πολύ πιο φρέσκα ονόματα.
Οι Nothing n Everything καταφέρνουν να δημιουργήσουν έναν ήχο πολύ ατμοσφαιρικό, μελαγχολικό και έντονα συναισθηματικό. Οι κιθάρες του Δημήτρη Τσιμπουκλή (κιθάρα, φωνή) και του Δημήτρη Κύρου (κιθάρα, μπάσο, μεταλλοφωνο, δεύτερα φωνητικά) δημιουργούν μια shoegaze αιθέρια αίσθηση αλλά οι μελωδίες και οι εναλλαγές τους παραπέμπουν περισσότερο σε post-rock και κυρίως σε ψυχεδέλεια. Μπορεί κάποιος να συναντήσει κιθαριστικά θέματα που θυμίζουν David Gilmour εποχής “The Division Bell” αλλά και γενικότερα τους Pink Floyd, με σκοπό όχι την τεχνική δεξιότητα αλλά την επίτευξη μιας συνεκτικής, ιδιαίτερης μουσικής αφήγησης. Σπουδαία απόδοση κι από τους Κώστα Ιωσηφίδη (μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα, δεύτερα φωνητικά), Φίλιππο Σαμλίδη (τύμπανα) και Γιάννη Δημητρούδη (πλήκτρα, δεύτερα φωνητικά) ο οποίος ανέλαβε και την ηχογράφηση, τη μίξη και το mastering – συμμετέχει επίσης ο Νίκος Βαργιαμίδης (κόνγκα). Στο σύνολο του tracklist αναγνωρίζονται οι απαλοί τόνοι της μελαγχολικής νοσταλγικότητας των Sigur Rós ενώ η καταπληκτική ερμηνεία της Όλγα Δριβάκου (φωνή) παραπέμπει σε φωνητικά αντίστοιχου βάθους κι ευαισθησίας με των Mazzy Star. Συχνά δε, το γκρουπ θυμίζει τους The Doors και αυτό κι αν είναι σπουδαίο! Η δομή και ενορχήστρωση των τραγουδιών έχει prog χροιά αλλά παραμένει στο ονειρικό psych μοτίβο.
Το “More Blue” δημιουργήθηκε ως συλλογικό έργο, μετά από ατελείωτες νύχτες διάδρασης σε αστικά και μη περιβάλλοντα. Ηχογραφήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου ζωντανά, σε ένα εξοχικό στο χωριό Ψηλή Ράχη, κάπου στα βουνά της Δράμας, μα επίσης, στο στούντιο της Θεσσαλονίκης, μέσα σε ένα εχθρικά πλέον τουριστικοποιημένο περιβάλλον που μιμείται την κατάντια των σύγχρονων δυτικών πόλεων.
Η μπάντα δηλώνει εμφατικά:
«Ό,τι ακούσετε πρόκειται για προϊόν αποκλειστικά ανεξάρτητης παραγωγής, από την πρώτη νότα, μέχρι και την τελευταία λέξη.»
Η παρουσίαση του άλμπουμ έγινε στις 29 Μαΐου, στο σαλονικιώτικο Rover Bar, με το συγκρότημα να χαρίζει μια αληθινά μαγευτική βραδιά.
Το “More Blue” κυκλοφόρησε ανεξάρτητο σε ψηφιακή μορφή στις 16 Μαΐου – έχει ανακοινωθεί ότι σύντομα θα υπάρξει και φυσικό φορμά του άλμπουμ.