Αν τη δεκαετία του 90, το συμφωνικό black metal απέκτησε τον θρόνο του, το οφείλει σε δίσκους σαν αυτόν. Σήμερα κλείνουν 27 χρόνια από την κυκλοφορία του.
Το ημερολόγιο δείχνει 23 Ιουνίου του 1998 και το τρίτο δισκογραφικό πόνημα των Old Man’s Child ή αλλιώς του πνευματικού παιδιού του Galder βγαίνει επίσημα στην κυκλοφορία.
Αισθάνομαι κάπως περίεργα να γράφω για αυτό το άλμπουμ τώρα, γιατί με θυμάμαι 18ρι, μαγεμένο από όλα όσα συνέβαιναν στο black metal εκείνη την εποχή, να αγοράζω τον δίσκο και αρχικά “να μην μπορώ να τον χωνέψω”.
Βλέπεις ερχόμουν πρόσωπο με πρόσωπο με αυτή την σχεδόν πρωτοφανή αντίθεση που θέλησε να δημιουργήσει ο Galder μέσα στα ίδια του τα τραγούδια:
Από τη μια δηλαδή είχες αυτό το δύστροπο riffing που ήταν βασισμένο σε μια σχεδόν heavy metal λογική -σχεδόν απομακρυνόμενο από την πομπώδη σιδηροδρομική λογική που είχαν τα κιθαριστικά θέματα των μεγάλων συμφωνικών black metal άλμπουμ της εποχής-. Και από την άλλη είχες έναν ατέρμονο σκοτεινό παράδεισο από πλήκτρα που κεντούσαν σε δευτερόλεπτα ότι μελωδία μπορούσε να φανταστεί και να περιμένει ο εφηβικός νους μου.
Και έλα εσύ να μου πεις τώρα που αλλού μπορούμε να ακούσουμε το μεγαλειώδης οργανικό part στη μέση του “God of Impiety”, ποιο άλλο εισαγωγικό θέμα μας έχει στοιχειώσει τόσο πολύ όσο αυτό του “The Fall of Man” και γιατί το “Captives of Humanity” κουβαλάει στην υφή του βασικού μελωδικού θέματος των πλήκτρων όλο αυτό το μυστικιστικό μεγαλείο το οποίο έχουν ζηλέψει όλες οι dungeon synth μπάντες του πλανήτη και ας μην το παραδέχονται γρι.
Με τα χρόνια ο δίσκος ωρίμασε μέσα μου και πήρε τη θέση που του αξίζει. Όχι μόνο στο δικό μου γίγνεσθαι αλλά και στο πάνθεον ενός είδους που στα 90ς έχτισε την αυτοκρατορία του.
Όχι δεν θα γίνω πάλι έφηβος το Σάββατο 30-8 στο Golden R. Festival, πολύ απλά γιατί τα 90ς δεν τα άφησα ποτέ, και δίσκοι σαν αυτό είναι υπεύθυνοι. Ας πούμε ότι θα ικανοποιήσω ένα εφηβικό μου όνειρο ή απωθημένο αν θες: Να δω μια από τις μεγαλύτερες συμφωνικές black metal μπάντες στον θρόνο της, επί σκηνής.